ενήλιξ

ενήλιξ
(-ικος) ο , η совершеннолетний юноша, совершеннолетняя девушка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ενήλιξ" в других словарях:

  • ενήλιξ — ο, η βλ. ενήλικος …   Dictionary of Greek

  • ενήλικος — η, ο και ενήλιξ, ο, η (AM ἐνῆλιξ, ο, η και ἐνήλικος, ον) [ήλιξ] αυτός που συμπλήρωσε τη νόμιμη ηλικία τής αυτεξουσιότητας, που μπήκε στην ανδρική ηλικία …   Dictionary of Greek

  • ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»